- ἐντέρων
- ἔντερονpiece of the gutsneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλύσμα — το (AM κλύσμα) [κλύζω] το υγρό που εισάγεται με κλυστήρα σε σωματική κοιλότητα για καθαρισμό της και, κυρίως, για καθαρισμό τών εντέρων νεοελλ. 1. ο καθαρισμός τών εντέρων με την έγχυση υγρού με ειδική συσκευή η οποία απολήγει σε κατάλληλο ρύγχος … Dictionary of Greek
ασκαρίς — ( ίδος), η (Α ἀσκαρίς) σκουλήκι των εντέρων αρχ. το έμβρυο της εμπίδος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στους Ιπποκράτη και Αριστοτέλη με τη σημασία «σκουλήκι των εντέρων» και στον Αριστοτέλη με τη σημασία «έμβρυο της εμπίδος». Στον Ησύχιο επίσης… … Dictionary of Greek
λεβίθα — Νησίδα (υψόμ. 10 μ., 8 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους. Η νησίδα απέχει 19 ναυτικά μίλια από την Κάλυμνο, ενώ ο ομώνυμος οικισμός βρίσκεται στη νότια ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λέρου του νομού Δωδεκανήσου. * * * και λεβίθρα, η (Μ… … Dictionary of Greek
περισταλτικός — ή, ό / περισταλτικός, ή, όν, ΝΑ [περιστέλλω] (κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει την ικανότητα να περιστέλλει, να περιορίζει την έκταση ή ένταση ενός πράγματος ή μιας κατάστασης, κατασταλτικός, περιοριστικός (α. «θα ληφθούν περισταλτικά μέτρα κατά… … Dictionary of Greek
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek
εντερικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα, που είναι των εντέρων 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εντερικά οι αρρώστιες των εντέρων, εντερίτιδα, εντεροκολίτιδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
OMENTUM — Hebr. Gap desc: Hebrew, i. e. operiens, Levitici c. 9. v. 19. Ex ariete (obtulerunt) caudam operientem, et renes, ubi subintelligenda intestina: Ventriculum enim atque intestina pingui ac tenui omento integi, dicit Plin. l. 11. c. 37. Unde est,… … Hofmann J. Lexicon universale
άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… … Dictionary of Greek
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek